κούμαρο — το ο καρπός της κουμαριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμιδόχωμα — το 1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία 2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανό χωμα, κουμαρό χωμα] … Dictionary of Greek
κοπρόχωμα — το 1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα 2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανό χωμα, κουμαρό χωμα)] … Dictionary of Greek
κουμαριά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 170 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 18 χλμ. Δ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεροίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 117 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
κόμαρο — το (Α κόμαρον) [κόμαρος] νεοελλ. το κούμαρο αρχ. το κόμαρι* … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek
Αρκοί — Ομάδα από μικρά νησιά, που ανήκει στο σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου. To μεγαλύτερο είναι οι Α. (6,57 τ. χλμ., 54 κάτ.) που βρίσκεται σε απόσταση 4 χλμ. από το νησί Λειψοί. Νοτιοδυτικά και νότια βρίσκονται τα άλλα νησιά, που λέγονται Γρυλλούσα ή… … Dictionary of Greek